- μαρᾶναι
- μαραίνωquenchaor inf act (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαράναι — μαρά̱ναῑ , μαραίνω quench aor opt act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλώ — άω, Α 1. (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω 2. απόλ. βαστάζω, κρατώ, αντέχω («τέτλαθι δή, κραδίη», Ομ. Οδ.) 3. (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («οὔτε λόχονδ ἰέναι τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.) 4. (με καλή ή κακή… … Dictionary of Greek